-
1 εἰσβαίνω
A go on board a ship, mostly abs., embark, Od.9.103, Th.7.13, etc. ;ἐς [πεντηκόντερον] Hdt.3.41
: c. acc., .2 generally, enter,πρὸς κόρης νυμφεῖον εἰ. S.Ant. 1205
; ; εἰ. κακά come into miseries, S.OC 997 ;ἄτης ἄβυσσον πέλαγος A. Supp. 470
; reversely,ἐμοὶ γὰρ οἶκτος.. εἰσέβη S.Tr. 298
;κἀμὲ γὰρ τὸ δυσχερὲς τοῦτ' εἰσβέβηκεν E.Hyps.Fr.5(3).20
.4 project into, PTeb.86.24 (ii B.C.), etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εἰσβαίνω
См. также в других словарях:
εισβαίνω — εἰσβαίνω (AM) εισέρχομαι μσν. περνώ, διαβαίνω αρχ. 1. επιβιβάζομαι σε πλοίο 2. (για εμπορεύματα) εισάγομαι από ξένη χώρα 3. με προεξοχή μου προσαρμόζομαι κάπου 4. φρ. «τοιαῡτα μέντοι καὐτὸς εἰσέβην κακά», «εἰσέβην ἄτης ἄβυσσον πέλαγος» σε τέτοιες … Dictionary of Greek